- οἰκτρόγοος
- οἰκτρόγοοςwailing piteouslymasc/fem nom sgοἰκτρόγουςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οικτρόγοος — οἰκτρόγοος, ον (Α) αυτός που θρηνεί με τρόπο που προκαλεί οίκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + γόος (πρβλ. αβρό γοος, οξύ γοος)] … Dictionary of Greek
οἰκτρογόων — οἰκτρόγοος wailing piteously masc/fem/neut gen pl οἰκτρόγους masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικτρογοούντας — οἰκτρογοοῡντας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἰκτιζομένους, ἐλεουμένους». [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. ενός αμάρτυρου *οἰκτρογοῶ < οἰκτρόγοος] … Dictionary of Greek
οικτρογόη — οἰκτρογόη, ἡ (Α) [οικτρόγοος] θρηνωδία που προκαλεί οίκτο … Dictionary of Greek